μεσιτεύει

μεσιτεύει
μεσῑτεύει , μεσιτεύω
act as arbiter
pres ind mp 2nd sg
μεσῑτεύει , μεσιτεύω
act as arbiter
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έντριτος — (AM ἔντριτος, ον) (για σχοινί) φρ. «ἔντριτον λίνον ή σπαρτίον ή σχοινίον» το σχοινί που κατασκευάζεται από τρία συνεστραμμένα έμβολα*, δηλ. από τρεις κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο μσν. 1. αυτός που μεσιτεύει, ο μεσεγγυητής 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… …   Dictionary of Greek

  • διάμεσος — Αυτός που βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα σε δύο άλλους· αυτός που μεσολαβεί για μία υπόθεση. (Ανατ.) Ο αναφερόμενος ή εντοπισμένος μεταξύ μερών του σώματος ή στον χώρο μεταξύ ιστών. (Μαθημ.) Όρος που σημαίνει το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει μία… …   Dictionary of Greek

  • καταλλάκτης — καταλλάκτης, ὁ (AM) [καταλλάσσω] 1. ο αργυραμοιβός, ο τραπεζίτης 2. ο μεσολαβητής, αυτός που μεσιτεύει για συνδιαλλαγή …   Dictionary of Greek

  • παραιτητής — ὁ, Α [παραιτούμαι] άτομο που μεσιτεύει, που μεσολαβεί προκειμένου να αποδοθεί χάρη σε κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • προυκανάδοχος — ο, ΝΜ αυτός που μεσιτεύει και διευκολύνει τον γάμο, προξενητής («ο έρωτας... σπουδάζει, γίνεται προυκανάδοχος και γλήγορα τά σάζει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προυκί + ἀνάδοχος, «αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση ενός έργου»] …   Dictionary of Greek

  • μεσάζοντας — ο αυτός που μεσολαβεί για κάποιον, που μεσιτεύει, που παρεμβαίνει για κάποιον: Έβαλε μεσάζοντες για να μου μιλήσουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”